- χαλκομανία
- Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη dιcalcomanie. Πρόκειται για σχέδιο ή γράμματα τυπωμένα σε ειδικό χαρτί ή αυτοκόλλητο πλαστικό που μπορούν να μεταφερθούν σε άλλες επιφάνειες. Χρησιμοποιείται στις διακοσμήσεις της πορσελάνης, του γυαλιού κλπ. καθώς και στη διαφήμιση. Υπάρχουν επίσης και χ. για παιδιά.
* * *η, Ν1. (καλ. τεχν.) μέθοδος μεταφοράς έγχρωμων εικόνων, από φύλλο χαρτιού, πάνω σε πορσελάνη, γυαλί ή άλλη επιφάνεια2. συνεκδ. η εικόνα που επιτυγχάνεται με τη μέθοδο αυτή3. φρ. α) «τον έκανε χαλκομανία»(σχετικά με πρόσ.) τόν χτύπησε άσχημα, τόν έδειρε πολύβ) «έγινε χαλκομανία»(για πράγμ.) έγινε πίτα, έγινε λειώμα, συντρίφθηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. decalcomania < decalcare «αποτυπώνω, ξεσηκώνω σχέδιο» + mania (< μανία). Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χαλκομανίαι, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.